Skumulować στα ελληνικά
Μετάφραση: skumulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adaptować στα ελληνικά - τακτοποιώ, προσαρμόζω, κανονίζω, διασκευάζω, μετατρέπω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, ...
- autożyro στα ελληνικά - γυροπλάνο, γυροπλάνου
- epigraf στα ελληνικά - επιγραφή, επίγραμμα, επιγραφής, επιγραφή που, επιγραφή με
- futro στα ελληνικά - τρίχωμα, γούνα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Τυχαίες λέξεις
Skumulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί