Wzbudzać στα ελληνικά

Μετάφραση: wzbudzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεγείρω, ζωντανεύω, ζωγραφίζω, τραβώ, βολή, έλκω, ξυπνώ, εμψυχώνω, επιτελείο, ρίξιμο, έμψυχος, επισύρω, ξεσηκώνω, ενεργοποιώ, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Wzbudzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antybioza στα ελληνικά - αντιβίωση, αντιβιώσεως, την αντιβίωση, αντιβίωση και
  • czasami στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, κάποιες φορές
  • czesne στα ελληνικά - αμοιβή, τιμάριο, δίδακτρα, διδασκαλία, Φροντηστήρια, διδάκτρων, μαθήματα
  • gość στα ελληνικά - τρόφιμος, θαμώνας, συνάδελφος, καλεσμένος, προστάτης, τύπος, άντρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Wzbudzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεγείρω, ζωντανεύω, ζωγραφίζω, τραβώ, βολή, έλκω, ξυπνώ, εμψυχώνω, επιτελείο, ρίξιμο, έμψυχος, επισύρω, ξεσηκώνω, ενεργοποιώ, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν