Zbierać στα ελληνικά
Μετάφραση: zbierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμάμαι, κομπόδεμα, τρύγος, απόθεμα, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, αποθησαυρίζω, συναρμολογώ, μαζεύομαι, σοδειά, θερίζω, συγκαλώ, περισυλλέγω, συλλέγω, συναθροίζω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biometryka στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- chemoterapia στα ελληνικά - χημειοθεραπεία, χημειοθεραπείας, τη χημειοθεραπεία, η χημειοθεραπεία, σε χημειοθεραπεία
- dobywać στα ελληνικά - προσκομίζω, παράγω
- hybryda στα ελληνικά - υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδικού
Τυχαίες λέξεις
Zbierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμάμαι, κομπόδεμα, τρύγος, απόθεμα, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, αποθησαυρίζω, συναρμολογώ, μαζεύομαι, σοδειά, θερίζω, συγκαλώ, περισυλλέγω, συλλέγω, συναθροίζω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Μεταφράσεις: θυμάμαι, κομπόδεμα, τρύγος, απόθεμα, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, αποθησαυρίζω, συναρμολογώ, μαζεύομαι, σοδειά, θερίζω, συγκαλώ, περισυλλέγω, συλλέγω, συναθροίζω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή