Zgromadzić στα ελληνικά
Μετάφραση: zgromadzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, συναρμολογώ, συναθροίζω, προστίθεμαι, προκύπτω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dalekowzroczny στα ελληνικά - μπρος, εμπρός, μπροστινός, προνοητικός, πρεσβυώπας, οξυδερκής, οξυκερδής, ...
- dzwonnik στα ελληνικά - κλοιός, κουδουνίσματος, κουδουνισμού, του κουδουνιού, ήχου κουδουνισμού
- emulacja στα ελληνικά - άμιλλα, εξομοίωσης, εξομοίωση, προσομοίωση, προσομοίωσης
- homeopatia στα ελληνικά - ομοιοπαθητική, ομοιοπαθητικής, η ομοιοπαθητική, την ομοιοπαθητική, της ομοιοπαθητικής
Τυχαίες λέξεις
Zgromadzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, συναρμολογώ, συναθροίζω, προστίθεμαι, προκύπτω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, συναρμολογώ, συναθροίζω, προστίθεμαι, προκύπτω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν