Adultos στα ελληνικά
Μετάφραση: adultos, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικος, ενήλικας, ενήλικες, μεγάλους, οι ενήλικες, αυξημένο UPS
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adulterar στα ελληνικά - κακομαθαίνω, χαλώ, αλλοιώνω, νοθεύω, παραχαϊδεύω, πειράζετε, πειράξετε, ...
- adulto στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν
- adultério στα ελληνικά - μοιχεία, μοιχείας, τη μοιχεία, η μοιχεία, για μοιχεία
- advento στα ελληνικά - έλευση, ερχομός, εμφάνιση, ερχομό, άφιξη, έλευσης
Τυχαίες λέξεις
Adultos στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, ενήλικες, μεγάλους, οι ενήλικες, αυξημένο UPS
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, ενήλικες, μεγάλους, οι ενήλικες, αυξημένο UPS