Apropriar στα ελληνικά
Μετάφραση: apropriar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοκτησία, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, την κυριότητα
Μεταφράσεις
- apropriadamente στα ελληνικά - κατάλληλα, ταιριαστά, καταλλήλως, κατάλληλη, δεόντως, κατάλληλο
- apropriado στα ελληνικά - σωστά, βολικός, σωστός, ευπρεπής, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, πρέπων, ...
- aprovar στα ελληνικά - χειροκροτώ, κροτώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, επευφημώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, ...
- aprovação στα ελληνικά - έγκριση, ευλογία, παραδοχή, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
Τυχαίες λέξεις
Apropriar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοκτησία, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, την κυριότητα
Μεταφράσεις: κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοκτησία, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, την κυριότητα