Canapé στα ελληνικά
Μετάφραση: canapé, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καναπές, ανάκλιντρο, σαλόνι, ντιβάνι, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, καναπέ που γίνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- canal στα ελληνικά - κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, οχετός, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, ...
- canalha στα ελληνικά - κανάλι, ρείθρο, μόρτης, παλιάνθρωπος, διοχετεύω, μπερμπάντης, αχρείος, ...
- cancela στα ελληνικά - πλέγμα, σχάρα, ενοχλητικός, δίχτυ, πύλη, πύλης, πόρτα, ...
- cancelamento στα ελληνικά - ακυρώνω, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
Τυχαίες λέξεις
Canapé στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καναπές, ανάκλιντρο, σαλόνι, ντιβάνι, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, καναπέ που γίνεται
Μεταφράσεις: καναπές, ανάκλιντρο, σαλόνι, ντιβάνι, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, καναπέ που γίνεται