Compulsório στα ελληνικά

Μετάφραση: compulsório, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά
Compulsório στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • compromisso στα ελληνικά - συμβιβάζω, διορισμός, υπόσχομαι, ραντεβού, πλοκή, συμβιβασμός, εχέγγυο, ...
  • comprovar στα ελληνικά - προνοώ, παρέχω, αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, ...
  • computador στα ελληνικά - υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστών, τον υπολογιστή, του υπολογιστή
  • computar στα ελληνικά - υπολογίζω, λογαριάζω, υπολογίζουν, υπολογιστική, υπολογιστικής, υπολογίζει
Τυχαίες λέξεις
Compulsório στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά