Confortável στα ελληνικά

Μετάφραση: confortável, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Confortável στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • confortavelmente στα ελληνικά - αναπαυτικά, άνετα, άνεση, με άνεση, άνετη
  • conforto στα ελληνικά - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
  • confrontar στα ελληνικά - παραβάλλω, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει, αναμετρηθούν, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίζουν
  • confronte στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, αντικρίζω, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει, αναμετρηθούν, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίζουν
Τυχαίες λέξεις
Confortável στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες