Conveniente στα ελληνικά

Μετάφραση: conveniente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική
Conveniente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • convencer στα ελληνικά - αναγνωρίζω, διαβλέπω, αντιλαμβάνομαι, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, ...
  • convenha στα ελληνικά - κοστούμια, στολές, ταιριάζει, κουστούμια, τα κοστούμια
  • convento στα ελληνικά - γυναικεία μονή, μοναστήρι, μονή, μοναστήρι του, μοναστηριού
  • convença στα ελληνικά - πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Τυχαίες λέξεις
Conveniente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική