Encorajar στα ελληνικά
Μετάφραση: encorajar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεγείρω, ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει
Μεταφράσεις
- encontrar στα ελληνικά - συναντώ, βλέπω, συνάντηση, εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, βρείτε, ...
- encontro στα ελληνικά - ενθαρρύνω, συναντώ, αναμέτρηση, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, ...
- encorpado στα ελληνικά - πυκνός, λίπος, χοντρός, χόνδρος, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, ...
- encosta στα ελληνικά - μεριά, πλαγιά, πλευρά, κατηφορίζω, λοφοπλαγιά, βαθμολογώ, γέρνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Encorajar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεγείρω, ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει
Μεταφράσεις: διεγείρω, ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει