Incentive στα ελληνικά
Μετάφραση: incentive, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, κίνητρο, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incapacitar στα ελληνικά - αχρηστεύω, κάνω ανίκανο, κάμνω ανίκανο, την εξουδετέρωση, θέσουν σε ανικανότητα
- incentivar στα ελληνικά - βρόμα, διεγείρω, βρομώ, βρομιά, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ...
- incentivo στα ελληνικά - ενθάρρυνση, κίνητρο, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για
- incerteza στα ελληνικά - αβεβαιότητα, αμφιβολία, αμφιβάλλω, αμφισβητώ, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Incentive στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, κίνητρο, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για
Μεταφράσεις: ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, κίνητρο, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για