Propício στα ελληνικά

Μετάφραση: propício, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίκαιρος, πλεονεκτικός, βολικός, ευνοϊκός, ευμενής, ευνοϊκό, ευνοϊκές, ευνοϊκού
Propício στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • proprietário στα ελληνικά - κτήτορας, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
  • propulsor στα ελληνικά - οδηγώ, προωθητικό, προωθητικού, προωστικό, προωθητικών, καύσιμο κίνησης
  • prorrogar στα ελληνικά - επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
  • prosa στα ελληνικά - ευημερώ, επιτυγχάνω, πεζογραφία, πεζογραφίας, πρόζα, πεζά, πεζό λόγο
Τυχαίες λέξεις
Propício στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίκαιρος, πλεονεκτικός, βολικός, ευνοϊκός, ευμενής, ευνοϊκό, ευνοϊκές, ευνοϊκού