Ruim στα ελληνικά
Μετάφραση: ruim, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακάθαρτος, βρόμικος, ανέντιμος, βρώμικος, απαίσιος, κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ruidosamente στα ελληνικά - ηχηρός, βροντερός, δυνατά, μεγαλόφωνα, μεγαλοφώνως
- ruidoso στα ελληνικά - θορυβώδης, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
- rum στα ελληνικά - ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
- ruma στα ελληνικά - τράπουλα, πακέτο, πλήθος, ανάχωμα, σωρός, στοιβάζω, στοιβάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Ruim στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακάθαρτος, βρόμικος, ανέντιμος, βρώμικος, απαίσιος, κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
Μεταφράσεις: ακάθαρτος, βρόμικος, ανέντιμος, βρώμικος, απαίσιος, κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα