Sujo στα ελληνικά
Μετάφραση: sujo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακάθαρτος, απαίσιος, αναίσθητος, ιδρύω, κολλώ, ανέντιμος, πτερύγιο, βρόμικος, βρώμικος, λερωμένος, βρήκα, έθνος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sujeitar στα ελληνικά - υπήκοος, θέμα, υποκειμενικός, υποκείμενο, αντικείμενο, υπόκεινται, υπόκειται
- sujeito στα ελληνικά - υπήκοος, ψυχή, ατομικός, θέμα, πρόσωπο, άνθρωπος, υποκείμενο, ...
- sul στα ελληνικά - νότιος, μεσημβρινός, νότος, νότια, νότο, νότιο
- sulco στα ελληνικά - ραφή, παρατάσσω, επενδύω, γραμμή, ζάρωμα, ρυτίδα, χαντάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Sujo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακάθαρτος, απαίσιος, αναίσθητος, ιδρύω, κολλώ, ανέντιμος, πτερύγιο, βρόμικος, βρώμικος, λερωμένος, βρήκα, έθνος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Μεταφράσεις: ακάθαρτος, απαίσιος, αναίσθητος, ιδρύω, κολλώ, ανέντιμος, πτερύγιο, βρόμικος, βρώμικος, λερωμένος, βρήκα, έθνος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες