Terno στα ελληνικά

Μετάφραση: terno, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοποθετώ, αρμόζω, εξυπηρετώ, εξοπλισμός, βολεύω, κατάλληλος, πρόσφορος, καθορισμένος, βολικός, εκδρομή, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
Terno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • termos στα ελληνικά - έδαφος, όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
  • termómetro στα ελληνικά - θερμόμετρο, θερμομέτρου, το θερμόμετρο, θερμόμετρου
  • terra στα ελληνικά - πατρίδα, έδαφος, χώμα, χώρα, σαγηνεύω, μαγαρίζω, εξοχή, ...
  • terramoto στα ελληνικά - σεισμός, σεισμό, σεισμού, σεισμούς, σεισμό του
Τυχαίες λέξεις
Terno στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοποθετώ, αρμόζω, εξυπηρετώ, εξοπλισμός, βολεύω, κατάλληλος, πρόσφορος, καθορισμένος, βολικός, εκδρομή, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι