Беспрепятственно στα ελληνικά

Μετάφραση: беспрепятственно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελεύθερα, απεριόριστα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν
Беспрепятственно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспредметный στα ελληνικά - άσκοπος, αμυδρός, ακαθόριστος, ασαφής
  • беспрекословный στα ελληνικά - απόλυτος, τυφλή, αδιαμφισβήτητη, ανενδοίαστης, αναμφισβήτητο, άκριτη
  • беспрепятственный στα ελληνικά - ευχερής, εύστροφος, εύγλωττος, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ...
  • беспрерывно στα ελληνικά - συνεχώς, συνεχή, διαρκώς, συνεχούς, συνεχόμενα
Τυχαίες λέξεις
Беспрепятственно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελεύθερα, απεριόριστα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν