Великовозрастный στα ελληνικά

Μετάφραση: великовозрастный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεστός, ωριμάζω, ώριμος, ενήλικος, ενήλικας, μεστώνω, κατάφυτος, κατάφυτη, κατάφυτο, κατάφυτες, κατάφυτα
Великовозрастный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • великобританский στα ελληνικά - Βρετανοί, Βρετανός, βρετανική, βρετανικό, βρετανικής
  • великоватый στα ελληνικά - μεγάλος, largish
  • великодушие στα ελληνικά - φιλανθρωπία, μεγαλοψυχία, αριστοκρατία, γενναιοδωρία, καλοσύνη, καρδιά, τη γενναιοδωρία, ...
  • великодушно στα ελληνικά - γενναιόδωρα, απλόχερα, γενναιοδωρία, γενναιόδωρη
Τυχαίες λέξεις
Великовозрастный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεστός, ωριμάζω, ώριμος, ενήλικος, ενήλικας, μεστώνω, κατάφυτος, κατάφυτη, κατάφυτο, κατάφυτες, κατάφυτα