Канонизировать στα ελληνικά
Μετάφραση: канонизировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγιοποιώ, καθιερώνω, να εκθειάσει, κανονισθεί, εκθειάσει, κατατάσσω μεταξύ των άγιων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аблатив στα ελληνικά - αφαιρετική, αφαιρετική πτώση, αφαιρετικά, θερμοαπαγωγά, αφαιρετικές
- безрадостный στα ελληνικά - ανεμοδαρμένος, γυμνός, δυστυχισμένος, κατηφής, άχαρος
- джентльменский στα ελληνικά - ευγενής, ευγενοπρεπής, ευγενική, την ευγενική, ευπρεπής
- живность στα ελληνικά - ζωή, ισόβιος, βίος, πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Канонизировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγιοποιώ, καθιερώνω, να εκθειάσει, κανονισθεί, εκθειάσει, κατατάσσω μεταξύ των άγιων
Μεταφράσεις: αγιοποιώ, καθιερώνω, να εκθειάσει, κανονισθεί, εκθειάσει, κατατάσσω μεταξύ των άγιων