Непроизвольный στα ελληνικά
Μετάφραση: непроизвольный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναίσθητος, αυθόρμητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Μεταφράσεις
- аплодировать στα ελληνικά - χειροκροτώ, ζητωκραυγάζω, επευφημώ, κροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, ...
- болельщик στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, υποστηρικτής, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
- восхищаться στα ελληνικά - θαυμάζω, θαυμάσετε, θαυμάσει, θαυμάσουν, να θαυμάσετε
- заасфальтировать στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
Τυχαίες λέξεις
Непроизвольный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναίσθητος, αυθόρμητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Μεταφράσεις: αναίσθητος, αυθόρμητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων