Неуступчивый στα ελληνικά

Μετάφραση: неуступчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμων, πεισμωμένος, επίμονος, ανυποχώρητος, πεισματάρης, μη διευκολύνων, απροσάρμοστο, απροσάρμοστο χαρακτήρα
Неуступчивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багрянистый στα ελληνικά - μωβ, πορφυροειδής, μοβ, purplish, πορφυρό
  • всунуть στα ελληνικά - τοποθετώ, βάζω, παρεισάγω, πασάρω, πασάρουν, φορτώσει, πασάρουν οι
  • градусник στα ελληνικά - θερμόμετρο, θερμομέτρου, το θερμόμετρο, θερμόμετρου
  • дания στα ελληνικά - Δανία, Δανίας, η Δανία, τη Δανία, της Δανίας
Τυχαίες λέξεις
Неуступчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμων, πεισμωμένος, επίμονος, ανυποχώρητος, πεισματάρης, μη διευκολύνων, απροσάρμοστο, απροσάρμοστο χαρακτήρα