Огонек στα ελληνικά
Μετάφραση: огонек, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, σπιθίζω, κέφι, φωτιά, φωτερός, φωτίζω, πυρκαγιά, ξανθός, σπιθοβολώ, ζήλος, ανάβω, πνεύμα, λάμψη, πυροβολώ, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акула-людоед στα ελληνικά - άνθρωπος, ο άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρας, άνδρα
- букварь στα ελληνικά - αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών
- вена στα ελληνικά - φλέβα, Βιέννη, Βιέννης, vienna, της Βιέννης, τη Βιέννη
- дрожащий στα ελληνικά - επισφαλής, τρεμουλιαστός, τρεμάμενος, τρεμουλιαστό, τρεμουλιαστή, τρομώδης
Τυχαίες λέξεις
Огонек στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, σπιθίζω, κέφι, φωτιά, φωτερός, φωτίζω, πυρκαγιά, ξανθός, σπιθοβολώ, ζήλος, ανάβω, πνεύμα, λάμψη, πυροβολώ, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν
Μεταφράσεις: απολύω, σπιθίζω, κέφι, φωτιά, φωτερός, φωτίζω, πυρκαγιά, ξανθός, σπιθοβολώ, ζήλος, ανάβω, πνεύμα, λάμψη, πυροβολώ, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν