Пожилой στα ελληνικά
Μετάφραση: пожилой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερινός, ενήλικας, ηλικίας, καλοκαίρι, ηλικιωμένος, ενήλικος, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вспоминающий στα ελληνικά - αναπολώντας, αναπολήσεις, ξανασκεφτόμουν, αναπολούν, reminiscing
- геометрия στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
- делить στα ελληνικά - κατανέμω, διχάζω, μοιράζομαι, σκαλίζω, μερίδιο, μοιράζω, λαξεύω, ...
- дорожать στα ελληνικά - αυξάνομαι, ανατέλλω, αύξηση, ορθώνομαι, αύξηση των τιμών, αύξησης των τιμών, να αυξηθεί σε τιμή, ...
Τυχαίες λέξεις
Пожилой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερινός, ενήλικας, ηλικίας, καλοκαίρι, ηλικιωμένος, ενήλικος, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο
Μεταφράσεις: θερινός, ενήλικας, ηλικίας, καλοκαίρι, ηλικιωμένος, ενήλικος, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο