Приспособление στα ελληνικά
Μετάφραση: приспособление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργαλείο, συνάντηση, άνεση, διακανονισμός, τέχνασμα, διευθέτηση, στέγαση, κατάλυμα, ρύθμιση, μηχάνημα, διασκευή, προσαρμογή, ετοιμασία, συσκευή, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арендовать στα ελληνικά - νοικάρης, έχω, παίρνω, νοίκι, ενοίκιο, νοικιάζω, εκμίσθωση, ...
- великан-людоед στα ελληνικά - δράκοντας, Ogre, δράκος, τέρας, δράκο
- выбрасыватель στα ελληνικά - σύστημα εκτίναξης, εκχυτήρα, εξολκέα, εκβολέα, εκτίναξης
- долгожительство στα ελληνικά - μακροβιότητα, μακροζωία, μακροζωίας, τη μακροζωία, διάρκεια ζωής
Τυχαίες λέξεις
Приспособление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργαλείο, συνάντηση, άνεση, διακανονισμός, τέχνασμα, διευθέτηση, στέγαση, κατάλυμα, ρύθμιση, μηχάνημα, διασκευή, προσαρμογή, ετοιμασία, συσκευή, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Μεταφράσεις: εργαλείο, συνάντηση, άνεση, διακανονισμός, τέχνασμα, διευθέτηση, στέγαση, κατάλυμα, ρύθμιση, μηχάνημα, διασκευή, προσαρμογή, ετοιμασία, συσκευή, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή