Родовитость στα ελληνικά

Μετάφραση: родовитость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίμα, ευγένεια, αρχοντιά, την ευγένεια, gentility, το gentility
Родовитость στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • венчальный στα ελληνικά - γάμος, γάμο, γάμου, του γάμου, γαμήλια
  • вытравлять στα ελληνικά - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
  • вякать στα ελληνικά - blather
  • год στα ελληνικά - περίοδο, έτος, νοστιμίζω, χρόνος, χρονιά, περίοδος, έτους, ...
Τυχαίες λέξεις
Родовитость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίμα, ευγένεια, αρχοντιά, την ευγένεια, gentility, το gentility