Сила στα ελληνικά

Μετάφραση: сила, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέφι, μπράτσο, εξουσία, ραβδί, ένταση, χέρι, καταφορά, βέργα, πρακτορείο, αρετή, ποσότητα, μετερίζι, μπορούσα, βία, κόλλα, ρώμη, ισχύς, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Сила στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боковик στα ελληνικά - αρχή, έναρξη, εξαρχής, εξ αρχής, προοιμίου
  • взмывать στα ελληνικά - ρόκα, ρουκέτα, πύραυλος, πυραύλων, πυραυλικά
  • графика στα ελληνικά - γραφικά, ζωγραφιά, γραφικών, γραφήματα, τα γραφικά, γραφική παράσταση
  • дозировка στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
Τυχαίες λέξεις
Сила στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέφι, μπράτσο, εξουσία, ραβδί, ένταση, χέρι, καταφορά, βέργα, πρακτορείο, αρετή, ποσότητα, μετερίζι, μπορούσα, βία, κόλλα, ρώμη, ισχύς, δύναμη, ισχύος, ισχύ