Способствующий στα ελληνικά
Μετάφραση: способствующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλότυχος, καλοκάγαθος, ευοίωνος, ευνοϊκός, τυχερός, πλεονεκτικός, ήπιος, ευμενής, καλοήθης, επίκαιρος, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анатомия στα ελληνικά - ανατομία, ανατομίας, την ανατομία, της ανατομίας, ανατομική
- бусы στα ελληνικά - χάντρα, σφαιρίδιο, σφαιριδίων, σφαιριδίου, σφαιρίδια
- гран στα ελληνικά - δημητριακά, κόκκος, σπυρί, σιτηρά, σιτηρών, κόκκους, κόκκων
- жмот στα ελληνικά - φιλάργυρος, τσιγκούνη, τσιγκούνης, φιλάργυρο, miser
Τυχαίες λέξεις
Способствующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλότυχος, καλοκάγαθος, ευοίωνος, ευνοϊκός, τυχερός, πλεονεκτικός, ήπιος, ευμενής, καλοήθης, επίκαιρος, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί
Μεταφράσεις: καλότυχος, καλοκάγαθος, ευοίωνος, ευνοϊκός, τυχερός, πλεονεκτικός, ήπιος, ευμενής, καλοήθης, επίκαιρος, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί