Упорный στα ελληνικά
Μετάφραση: упорный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απρόθυμος, διστακτικός, ατάσθαλος, στασιαστικός, επίμονος, ισχυρογνώμων, διαρκής, ισχυρογνώμονας, ανυποχώρητος, άμεσος, πρόθυμος, πεισμωμένος, απερίσκεπτος, αγροίκος, επείγων, πεισματάρης, σκληρά, σκληρός, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архитектура στα ελληνικά - αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του, της αρχιτεκτονικής
- балованный στα ελληνικά - κακομαθημένος, χαλασμένος, χαλασμένο, χάλασε, κακομαθημένο
- барьер στα ελληνικά - μπάρα, μεραρχία, μπαρ, εμποδίζω, φράγμα, διαίρεση, φραγμός, ...
- впуск στα ελληνικά - είσοδος, παραδοχή, ομολογία, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισαγωγή
Τυχαίες λέξεις
Упорный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απρόθυμος, διστακτικός, ατάσθαλος, στασιαστικός, επίμονος, ισχυρογνώμων, διαρκής, ισχυρογνώμονας, ανυποχώρητος, άμεσος, πρόθυμος, πεισμωμένος, απερίσκεπτος, αγροίκος, επείγων, πεισματάρης, σκληρά, σκληρός, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Μεταφράσεις: απρόθυμος, διστακτικός, ατάσθαλος, στασιαστικός, επίμονος, ισχυρογνώμων, διαρκής, ισχυρογνώμονας, ανυποχώρητος, άμεσος, πρόθυμος, πεισμωμένος, απερίσκεπτος, αγροίκος, επείγων, πεισματάρης, σκληρά, σκληρός, σκληρό, σκληρού, σκληρή