Упрямый στα ελληνικά

Μετάφραση: упрямый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νευρικός, φορτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, γαϊδουρινός, ισχυρογνώμονας, ηλίθιος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Упрямый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вбросить στα ελληνικά - πετώ, ρίξιμο, βολή, επιτελείο, πέταγμα, ρίχνω, ρίξει, ...
  • голубчик στα ελληνικά - περιστέρι, ζάχαρη, η αγάπη μου, αγάπη μου
  • дефекация στα ελληνικά - αφόδευση, αφόδευσης, την αφόδευση, της αφόδευσης, κένωση
  • дородный στα ελληνικά - χόνδρος, πλήρης, γεροδεμένος, εύσωμος, χοντρός, γεμάτος, μεστός, ...
Τυχαίες λέξεις
Упрямый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νευρικός, φορτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, γαϊδουρινός, ισχυρογνώμονας, ηλίθιος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο