Justering στα ελληνικά
Μετάφραση: justering, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
Μεταφράσεις
- jurist στα ελληνικά - δικηγόρος, συνήγορος, συμβουλή, Σύμβουλος, Counsel
- just στα ελληνικά - μόλις, ακριβώς, διορθώνω, σωστός, δίκαιος, m, μ, ...
- juvel στα ελληνικά - κόσμημα, πετράδι, στολίδι, κοσμήματος, κοσμημάτων
- jägare στα ελληνικά - κυνηγός, Hunter, κυνηγοί, κυνηγό, Χάντερ
Τυχαίες λέξεις
Justering στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
Μεταφράσεις: στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή