Lån στα ελληνικά

Μετάφραση: lån, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρχία, αρμοδιότητα, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Lån στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lämpa στα ελληνικά - ρυθμίζω, διασκευάζω, εξυπηρετώ, στεγάζω, προσαρμόζω, κατάλληλος, κατάλληλο, ...
  • lämplig στα ελληνικά - σφετερίζομαι, σκόπιμος, πρόσφορος, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, βολικός, καίριος, ...
  • längd στα ελληνικά - μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
  • länge στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Lån στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρχία, αρμοδιότητα, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές