Ren στα ελληνικά
Μετάφραση: ren, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, ατόφιος, καθαρά, διαυγής, ελευθερώνω, καθαρίζω, απέριττος, απόλυτος, εναργής, αγνός, ξεκάθαρα, έκδηλος, καθαρό, καθαρή, καθαρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rem στα ελληνικά - ζώνη, ιμάντας, εμπράγματα, εμπράγματου, εμπράγματου δικαιώματος, εμπράγματο
- remsa στα ελληνικά - κύκλος, ταινία, κορδέλα, εκδύω, ράβδωση, γυμνώνω, λωρίδα, ...
- rengöra στα ελληνικά - καθαρός, καθαρίζω, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
- renhet στα ελληνικά - καθαρότητα, καθαρότητας, καθαρότητος, την καθαρότητα, αγνότητα
Τυχαίες λέξεις
Ren στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, ατόφιος, καθαρά, διαυγής, ελευθερώνω, καθαρίζω, απέριττος, απόλυτος, εναργής, αγνός, ξεκάθαρα, έκδηλος, καθαρό, καθαρή, καθαρές
Μεταφράσεις: καθαρός, ατόφιος, καθαρά, διαυγής, ελευθερώνω, καθαρίζω, απέριττος, απόλυτος, εναργής, αγνός, ξεκάθαρα, έκδηλος, καθαρό, καθαρή, καθαρές