Ryktbar στα ελληνικά

Μετάφραση: ryktbar, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάσημος, επιφανής, ξακουστός, φημισμένος, γνωστός, πολύκροτος, αξιοσημείωτος, φήμη, Δόξα, τη φήμη, φήμης, η φήμη
Ryktbar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ryggsäck στα ελληνικά - σακίδιο, σακκίδιο, backpack, τσάντα, πλάτης
  • ryka στα ελληνικά - αχνίζω, καυσαέριο, ατμός, καπνίζω, καπνός, καπνοί, επένδυση, ...
  • ryktbarhet στα ελληνικά - κακή φήμη, φήμη, την κακή φήμη, κακής φήμης, η φήμη
  • rykte στα ελληνικά - φημολογία, φήμη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, φήμη της
Τυχαίες λέξεις
Ryktbar στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάσημος, επιφανής, ξακουστός, φημισμένος, γνωστός, πολύκροτος, αξιοσημείωτος, φήμη, Δόξα, τη φήμη, φήμης, η φήμη