Lemovat στα ελληνικά

Μετάφραση: lemovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, χείλος, δένω, παρυφές, κρόσσι, ρέλι, άκρη, φράντζα, ούγια, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, περιστόμιο, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Lemovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lelkovat στα ελληνικά - χαζεύω, χασομερώ, να χαζεύω, να περιφέρονται, περιφέρονται
  • lem στα ελληνικά - περιστόμιο, περιθώριο, κορδέλα, άκρη, στεφάνη, χείλος, κρόσσι, ...
  • lemování στα ελληνικά - ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, ...
  • lenivost στα ελληνικά - οκνηρία, τεμπελιά, την τεμπελιά, Η τεμπελιά, τεμπελιάς
Τυχαίες λέξεις
Lemovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, χείλος, δένω, παρυφές, κρόσσι, ρέλι, άκρη, φράντζα, ούγια, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, περιστόμιο, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει