Stříhat στα ελληνικά
Μετάφραση: stříhat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοδειά, κοπή, κομψός, πόρπη, ψαλιδίζω, κόβω, συνδετήρας, κλαδεύω, κόψιμο, κουρεύω, απόκομα, απόκομμα, snip, το απόκομμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cestující στα ελληνικά - δρομολόγιο, επιβάτης, ταξιδιώτης, φαγητό, επιβάτες, οι επιβάτες, επιβατών, ...
- emoce στα ελληνικά - συναίσθημα, συγκίνηση, το συναίσθημα, συναισθήματα, συναισθήματος
- knížecí στα ελληνικά - ηγεμονικός, πριγκηπικό, αρχοντικής, πριγκιπικό, πριγκηπικά
- neomylně στα ελληνικά - αλάνθαστα, Αδιάβλητα, απλανώς, έγιναν οπωσδήποτε, έγιναν οπωσδήποτε αντιληπτές
Τυχαίες λέξεις
Stříhat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοδειά, κοπή, κομψός, πόρπη, ψαλιδίζω, κόβω, συνδετήρας, κλαδεύω, κόψιμο, κουρεύω, απόκομα, απόκομμα, snip, το απόκομμα
Μεταφράσεις: σοδειά, κοπή, κομψός, πόρπη, ψαλιδίζω, κόβω, συνδετήρας, κλαδεύω, κόψιμο, κουρεύω, απόκομα, απόκομμα, snip, το απόκομμα