Iskeä στα ελληνικά
Μετάφραση: iskeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, κάλτσα, ώθηση, μαχαιρώνω, χτυπώ, επισκέπτομαι, επίσκεψη, σουξέ, τσιγκλώ, μπήγω, βαρώ, χωμένος, γρονθοκοπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- irvokas στα ελληνικά - αλλόκοτος, τερατώδης, τραγελαφικός, απίθανος, γκροτέσκο, τραγελαφικό, τραγελαφική, ...
- iskeytyä στα ελληνικά - βία, εμβολίζω, κριάρι, δύναμη, εξαναγκάζω, παύλα, εξόρμηση, ...
- iskostaa στα ελληνικά - τύμπανο, σαματάς, λευκοπλάστης, τσιμέντο, λάσπη, γύψος, πάταγος, ...
- iskostua στα ελληνικά - λάσπη, μπετό, τσιμέντο, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Iskeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, κάλτσα, ώθηση, μαχαιρώνω, χτυπώ, επισκέπτομαι, επίσκεψη, σουξέ, τσιγκλώ, μπήγω, βαρώ, χωμένος, γρονθοκοπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Μεταφράσεις: σπρώχνω, κάλτσα, ώθηση, μαχαιρώνω, χτυπώ, επισκέπτομαι, επίσκεψη, σουξέ, τσιγκλώ, μπήγω, βαρώ, χωμένος, γρονθοκοπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα