Pitää στα ελληνικά
Μετάφραση: pitää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκω, ανεύρεση, σφίγγω, κρατώ, αρπάζω, κατακρατώ, έχω, χαίρω, εκτός, αποκρούω, γουστάρω, αναλογία, έρωτας, αποταμιεύω, διατηρώ, κλώσημα, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pitäminen στα ελληνικά - παρακράτηση, τήρηση, φύλαξη, Διατήρηση, Κρατώντας, Λογιστική
- pitäytyä στα ελληνικά - εμμένω, να τηρήσουμε, να κολλήσει σε, να επιμείνουμε σε, να τηρήσουν, να κολλήσει
- pivo στα ελληνικά - πυγμή, γροθιά
- plaketti στα ελληνικά - πλάκα, Η πλάκα, πλάκας, Plaque, Πλακέτα
Τυχαίες λέξεις
Pitää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκω, ανεύρεση, σφίγγω, κρατώ, αρπάζω, κατακρατώ, έχω, χαίρω, εκτός, αποκρούω, γουστάρω, αναλογία, έρωτας, αποταμιεύω, διατηρώ, κλώσημα, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Μεταφράσεις: βρίσκω, ανεύρεση, σφίγγω, κρατώ, αρπάζω, κατακρατώ, έχω, χαίρω, εκτός, αποκρούω, γουστάρω, αναλογία, έρωτας, αποταμιεύω, διατηρώ, κλώσημα, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει