Unošenjem na grčkom
Prijevod: unošenjem, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
είσοδο, εισέρχονται, που εισέρχονται, εισέρχεται, την είσοδο
Drugi jezici
Povezane riječi: unošenjem
unošenjem rječnik grčki, unošenjem na grčkom
Prijevodi
- unovčiti na grčkom - μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
- unošenje na grčkom - εγγραφή, εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισροών
- unutar na grčkom - εντός, μέσα, κατά, στο, πλαίσιο
- unutarnje na grčkom - εσωτερικός, εσωτερικώς, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
Nasumične riječi
Unošenjem na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: είσοδο, εισέρχονται, που εισέρχονται, εισέρχεται, την είσοδο
Prijevodi: είσοδο, εισέρχονται, που εισέρχονται, εισέρχεται, την είσοδο