Állomáshely görögul
Fordítás: állomáshely, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
σταθμός, διαστημικό σταθμό, διαστημικός σταθμός, διαστημικού σταθμού, διαστημικών σταθμών, του διαστημικού σταθμού
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: állomáshely
állomáshely szótár görög, állomáshely görögul
Fordítások
- állomány görögul - ρώμη, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
- állomás görögul - σκηνή, σκηνοθετώ, στάδιο, φάση, σταθμός, σταθμό, σταθμού, ...
- állomásozás görögul - όρθιος, κύρος, στάθμευση, Θέσης, στάθευση, τη στάθμευση, σταθμευση
- állott görögul - μπαγιάτικος, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Véletlenszerű szavak
Állomáshely görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: σταθμός, διαστημικό σταθμό, διαστημικός σταθμός, διαστημικού σταθμού, διαστημικών σταθμών, του διαστημικού σταθμού
Fordítások: σταθμός, διαστημικό σταθμό, διαστημικός σταθμός, διαστημικού σταθμού, διαστημικών σταθμών, του διαστημικού σταθμού