Habozó görögul

Fordítás: habozó, Szótár: magyar » görög

Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
αμφίβολος, αβέβαιος, διστακτικός, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
Habozó görögul
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek

Kapcsolódó szavak: habozó

habozó kanál, a habozó türelmetlen, habozó szótár görög, habozó görögul

Fordítások

  • habosítás görögul - εξάπλωση, διαστολή, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
  • habozás görögul - δισταγμός, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
  • habzás görögul - αναβρασμός, αναβρασμό, αναβρασμού, ο αναβρασμός, αφρισμού
  • habár görögul - αν και, παρόλο, μολονότι, αν, παρόλο που
Véletlenszerű szavak
Habozó görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: αμφίβολος, αβέβαιος, διστακτικός, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό