Ástæða á grísku
Þýðing: ástæða, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
προκαλώ, αιτιολογία, λόγος, έδαφος, προξενώ, γη, προσαράσσω, αιτία, σκοπός, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: ástæða
ástæða fósturláts, ástæða þreytu, ástæða hrunsins, ástæða samheiti, ástæða uppsagnar, ástæða tungumála orðabók gríska, ástæða á grísku
Þýðingar
- ástand á grísku - κράτος, κρατίδιο, κατάσταση, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, ...
- ástfóstur á grísku - τρυφερότητα, στοργή, εμβρυϊκά, Εμβρυϊκή, Embryonic, Τα εμβρυϊκά, Υποτυπώδεις
- ásækja á grísku - επιτίθεμαι, επίθεση, επιδρομή, στέκι, στοιχειώνει, haunt, λημέρι, ...
- ásökun á grísku - κατηγορία, τιμωρία, μαστίγωμα, επίκριση, διαπόμπευση, δριμείας επίκρισης
Orð af handahófi
Ástæða á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: προκαλώ, αιτιολογία, λόγος, έδαφος, προξενώ, γη, προσαράσσω, αιτία, σκοπός, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Þýðingar: προκαλώ, αιτιολογία, λόγος, έδαφος, προξενώ, γη, προσαράσσω, αιτία, σκοπός, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για