Aðflutningur á grísku
Þýðing: aðflutningur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μεταφέρω, μεταφορά, εισάγω, συνεπαίρνω, μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
Önnur tungumál
Skyld orð: aðflutningur
aðflutningur tungumála orðabók gríska, aðflutningur á grísku
Þýðingar
- aðferð á grísku - μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, τη μέθοδο
- aðflug á grísku - προσεγγίζω, προσέγγιση, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, ...
- aðgangur á grísku - προσπέλαση, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
- aðgengilegur á grísku - ευπρόσιτος, δεκτός, αποδεκτός, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
Orð af handahófi
Aðflutningur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μεταφέρω, μεταφορά, εισάγω, συνεπαίρνω, μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
Þýðingar: μεταφέρω, μεταφορά, εισάγω, συνεπαίρνω, μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική