Bær á grísku
Þýðing: bær, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγρόκτημα, πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: bær
bær í kjós, bær á höfðaströnd, bær fasteignasala selfossi, bær í borgarfirði, bær í staðardal, bær tungumála orðabók gríska, bær á grísku
Þýðingar
- bæli á grísku - κρεβάτι, καταστολέα, καταστολέας, καταστολής, καταστολέως, κατασταλτική
- bæn á grísku - προσευχή, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, της προσευχής
- bæta á grísku - επισκευάζω, επισκευή, βελτιώνομαι, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, ...
- bíll á grísku - κούρσα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Orð af handahófi
Bær á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγρόκτημα, πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν
Þýðingar: αγρόκτημα, πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν