Bólusetja á grísku
Þýðing: bólusetja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εμβολιάζω, εμβολιασμός, Ο εμβολιασμός, τον εμβολιασμό, εμβολιασμού, του εμβολιασμού
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: bólusetja
ekki bólusetja, bólusetja kött, bólusetja ketti, bólusetja gegn hlaupabólu, bólusetja tungumála orðabók gríska, bólusetja á grísku
Þýðingar
- bólga á grísku - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
- bólgna á grísku - ερεθίζω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
- bón á grísku - παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, ...
- bóndabær á grísku - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Orð af handahófi
Bólusetja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εμβολιάζω, εμβολιασμός, Ο εμβολιασμός, τον εμβολιασμό, εμβολιασμού, του εμβολιασμού
Þýðingar: εμβολιάζω, εμβολιασμός, Ο εμβολιασμός, τον εμβολιασμό, εμβολιασμού, του εμβολιασμού