Beittur á grísku
Þýðing: beittur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, γωνίες, ακονισμένο, κόψης, άκρες, έφτασε
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: beittur
beittur tungumála orðabók gríska, beittur á grísku
Þýðingar
- beitiland á grísku - βοσκότοπος, βόσκηση, βοσκή, βόσκησης, βοσκής, βόσκουν
- beitiskip á grísku - καταδρομικό, Cruiser, ταχύπλοο σκάφος, Ταχύπλοο, Ταχύπλοο με
- beiðni á grísku - παρακαλώ, ζητώ, παράκληση, αίτηση, αίτημα, αιτήματος, αιτήσεως, ...
- bekkur á grísku - τάξη, έδρανο, βαθμολογώ, πάγκος, υπάγω, παγκάκι, κλάση, ...
Orð af handahófi
Beittur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, γωνίες, ακονισμένο, κόψης, άκρες, έφτασε
Þýðingar: κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, γωνίες, ακονισμένο, κόψης, άκρες, έφτασε