Bryðja á grísku
Þýðing: bryðja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πρωταθλητής, champ, πρωταθλητή, πρωτάθλημα
Önnur tungumál
Skyld orð: bryðja
að bryðja, bryðja tungumála orðabók gríska, bryðja á grísku
Þýðingar
- brynvagn á grísku - δεξαμενή, θωρακισμένα οχήματα, τεθωρακισμένα οχήματα, θωρακισμένα αυτοκίνητα, τεθωρακισμένων οχημάτων, θωρακισμένων οχημάτων
- bryti á grísku - επιστάτης, οικονόμος, θαλαμηπόλος, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, ...
- brá á grísku - τσίνορο, βλεφαρίδα, Drew, Ντρου, έσυρε, Η Ντρου, Ο Drew
- brátt á grísku - σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
Orð af handahófi
Bryðja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πρωταθλητής, champ, πρωταθλητή, πρωτάθλημα
Þýðingar: πρωταθλητής, champ, πρωταθλητή, πρωτάθλημα