Bryggja á grísku
Þýðing: bryggja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μόλος, αποβάθρα, τυφλοπόντικας, Pier, Προβλήτα, προβλήτας, την αποβάθρα
Önnur tungumál
Skyld orð: bryggja
bryggja grendahus, bryggja camping, bryggja fiskerestaurant, bryggja gmbh berlin, bryggja i bud, bryggja tungumála orðabók gríska, bryggja á grísku
Þýðingar
- brunnur á grísku - εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, συντριβάνι, κρήνη, σιντριβάνι, βρύση, ...
- brydda á grísku - επενδύω, μεθόριος, ρυτίδα, ρέλι, παρατάσσω, γραμμή, σύνορο, ...
- brynvagn á grísku - δεξαμενή, θωρακισμένα οχήματα, τεθωρακισμένα οχήματα, θωρακισμένα αυτοκίνητα, τεθωρακισμένων οχημάτων, θωρακισμένων οχημάτων
- bryti á grísku - επιστάτης, οικονόμος, θαλαμηπόλος, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, ...
Orð af handahófi
Bryggja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μόλος, αποβάθρα, τυφλοπόντικας, Pier, Προβλήτα, προβλήτας, την αποβάθρα
Þýðingar: μόλος, αποβάθρα, τυφλοπόντικας, Pier, Προβλήτα, προβλήτας, την αποβάθρα