Fólk á grísku
Þýðing: fólk, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κόσμος, άνθρωποι, άνθρωπος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Önnur tungumál
Skyld orð: fólk
fólk með brún augu, fólk er fífl tómas möller, fólk fallbeyging, fólk ehf, fólk og ferðir ehf, fólk tungumála orðabók gríska, fólk á grísku
Þýðingar
- fínn á grísku - εκλεπτυσμένος, πρόστιμο, κομψός, ψιλή, αίθριος, φίνος, προστίμου, ...
- fól á grísku - περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται
- fólksfjöldi á grísku - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
- fórn á grísku - θυσιάζω, θυσία, προσφορά, προσφέρει, προσφοράς, που προσφέρει, προσφέροντας
Orð af handahófi
Fólk á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κόσμος, άνθρωποι, άνθρωπος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Þýðingar: κόσμος, άνθρωποι, άνθρωπος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι