Fullyrða á grísku

Þýðing: fullyrða, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
βεβαιώνω, επικυρώνω, υποστηρίζω, διεκδικώ, διαβεβαιώνω, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Fullyrða á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: fullyrða

fullyrða tungumála orðabók gríska, fullyrða á grísku

Þýðingar

  • fullur á grísku - πλήρης, ολικός, γεμάτος, φέσι, μεθυσμένος, μεστός, πλήρη, ...
  • fullvissa á grísku - βεβαιότητα, σιγουριά, διαβεβαίωση, εγγύηση, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, ...
  • fundur á grísku - αναμέτρηση, ανακάλυψη, συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
  • fura á grísku - πεύκο, πεύκα, πεύκου, πεύκης, πεύκων
Orð af handahófi
Fullyrða á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: βεβαιώνω, επικυρώνω, υποστηρίζω, διεκδικώ, διαβεβαιώνω, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης