Heimskaut á grísku
Þýðing: heimskaut, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
παλούκι, πάσσαλος, αρκτικός, Αρκτική, Αρκτικής, της Αρκτικής, Αρκτικό
Önnur tungumál
Skyld orð: heimskaut
norður heimskaut, heimskaut tungumála orðabók gríska, heimskaut á grísku
Þýðingar
- heimilisfang á grísku - διεύθυνση, απευθύνω, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
- heimill á grísku - Άρνηση, Denied, Δεν επιτρέπεται, Η άρνηση, την άρνηση
- heimskur á grísku - κουτός, χαζός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
- heimspeki á grísku - φιλοσοφία, Φιλοσοφίας, Φιλοσοφική, τη φιλοσοφία, Φιλοσοφικής
Orð af handahófi
Heimskaut á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: παλούκι, πάσσαλος, αρκτικός, Αρκτική, Αρκτικής, της Αρκτικής, Αρκτικό
Þýðingar: παλούκι, πάσσαλος, αρκτικός, Αρκτική, Αρκτικής, της Αρκτικής, Αρκτικό